Έχουν περάσει πάνω από 25 χρόνια από τότε που οι ηλεκτρικές καταιγίδες των MOGWAI ξεκίνησαν να ηχούν στον δικό μου μουσικό βιότοπο. Ήταν το ‘’Summer’’, το άλμπουμ ‘’Young Team’’ και το ‘’Ten Rapid’’ που με εισήγαγαν σε έναν αρκετά οικείο ηχητικά αλλά περισσότερο εξωτικό και λυρικό ηλεκτρικό κόσμο όπου οι κλιμακώσεις ήταν ο ροκ τρόπος για ψυχική αποσυμπίεση, τα ξεσπάσματα ήταν μεταφορά στην ατίθαση και λυτρωτική ομορφιά ενός Φθινοπωρινού τοπίου στην εξοχή.
Ωστόσο, υπήρξαν φορές μέσα σε αυτή την εικοσιπενταετία, που έπιασα τον εαυτό μου να «χασμουριέται» με πληθώρα σχημάτων του είδους που ξεσήκωναν την πατέντα χωρίς προοπτική ή ακόμα και με τους MOGWAI, νιά μακρά περίοδο είχαν αποκλειστεί στον κόσμο τους χωρίς να αποτελούν γεγονός πιά οι δίσκοι τους-πέρα από μερικές εξαιρέσεις.
Τον Ιανουάριο του 2025 κυκλοφόρησαν το ενδέκατο άλμπουμ τους ‘’The Bad Fire’’ που αποτελεί τον δίσκο που θα πρότεινα σε κάθε νεοφώτιστο σαν πρώτη επαφή με την αισθητική της μπάντας. Αποτελεί το άλμπουμ που συνοψίζει τους λόγους γιατί θα τους αγαπάμε πάντα ακόμα και με τις δημιουργικές τους μεταπτώσεις.
Και ορίστε λοιπόν και πάλι σε Αθηναϊκό σανίδι για όγδοη ή ένατη φορά (θα σας γελάσω). Ορίστε κι εγώ να τους αντικρύζω για τρίτη φορά, αλλά τώρα, επιτέλους, σε απόσταση συναυλιακής αναπνοής και με διάθεση αρκετά κατάλληλη να χρειάζομαι τη μουσική τους, σε μια συναυλία μέρος μιας τουρνέ για τα 30 χρόνια ύπαρξης τους στο μουσικό στερέωμα.
Η εισαγωγή του ‘’God Gets You Back’’ ξεκίνησε να ακούγεται με το που η μπάντα έπιασε στα χέρια της τα όργανα. Η σύνθεση δεν είναι μόνο ένα λυτρωτικό αριστούργημα του μοντέρνου ροκ, λόγω της απόλυτης ισορροπίας εντάσεων, μελωδιών και αρμονίας που περιέχει αλλά είναι ένα μοντέρνο ροκ τραγούδι-υπόδειγμα για το πώς ένα σχήμα μπορεί να ηχεί οργανωμένο, ισορροπημένο, χωρίς να χάνει σε συναισθηματικό φορτίο αλλά και να μην εκπνέει αισθητικά από τελειομανία και ηχητική φλυαρία. H ζωντανή του απόδοση, λίγο πιο άδεια από τη στούντιο αλλά το ίδιο φορτισμένη, ήταν η απόδειξη των παραπάνω και ένα ιδανικό καλωσόρισμα σε αυτό που θα ακολουθούσε. Το επόμενο, ‘’Hi Chaos’’ ακούστηκε καλύτερα από το άλμπουμ, σαν να έβρισκε το νόημα του παιγμένο μόνο ζωντανά, και από εκείνη τη στιγμή και μετά μέχρι την εκρηκτική κορύφωση των ''We're No Here'' και ''Lion Rumpus'', και του encore φυσικά, ό,τι ακούστηκε έμεινε σαν το best of που θα ήθελα να κυκλοφορήσουν κάποια στιγμή σε ζωντανή ηχογράφηση. Οι πέντε MOGWAI έπαιζαν σαν μία μονάδα, πνιγμένοι στα νέφη του ξηρού πάγου και των μπλέ φωτισμών, συγκεντρωμένοι σαν τελετάρχες μυσταγωγίας, στην περίπτωση μας, μυσταγωγίας ονειρικού ηλεκτρισμού, ροκ μουσικής για αυτοβελτίωση και επικοινωνία αγάπης. Όλο το κοινό, είχε συγκεντρωθεί με ψυχή και σώμα στον ήχο τους, έκλεινε τα μάτια και άφηνε τον ήχο να τους διαπεράσει, χειροκροτούσε συνειδητά. Φαινόταν εξοικειωμένο και γι αυτό απολάμβανε περισσότερο.
Τα περισσότερα τραγούδια ήταν από το ‘’The Bad Fire’’, απουσίαζε όμως το ‘’Fact Boy’’, ενώ τα παλιότερα ήταν καταγεγραμμένα ήδη στη μνήμη όλων μας σαν αγαπημένες στιγμές που ξανακούγαμε και μας συγκινούσαν για άλλη μια φορά.
Το σχήμα, φαίνεται ότι είναι στην ωριμότερη φάση της πορείας του, διανύει ήδη νέα τροχιά και εγώ στο πλέον κατάλληλο επίπεδο να αντιλαμβάνομαι ότι οι MOGWAI είναι μία μπάντα που έχει τραγούδια εξορκισμού των κακών vibe που δεχόμαστε καθημερινά και ολοένα συχνότερα τελευταία.
Να τους ευχηθούμε τα καλύτερα για τα επόμενα 30 χρόνια τους σαν μουσικοί δημιουργοί και να μας επισκέπτονται συχνότερα.
Σχόλια