Οι SMITH
WESTERNS ήταν ένα εναλλακτικό Αμερικάνικο
σχήμα που κυκλοφορούσε δίσκους από το
2009 μέχρι το 2013. Ο ήχος τους είχε τα
καλύτερα και μελωδικότερα στοιχεία από
το glam rock, τη brit
pop και το soft rock με
περισσότερη κιθαριστική γαρνιτούρα
και νεοκυματικές αποχρώσεις. Βασικό
ρόλο έπαιζαν οι στίχοι και τα μελωδικά
φωνητικά του Cullen Omori που
μετά τη διάλυση τους συνέχισε σόλο. Το
πρώτο άλμπουμ του καλλιτέχνη ( New Misery) κυκλοφόρησε
το 2016 από την Sub Pop και ήταν ένα μεταβατικό άλμπουμ
από τον ήχο των SMITH WESTERNS σε
κάτι παρεμφερές και πιο προσωπικό στυλ.
Το φετινό του
άλμπουμ ''The Diet'', επίσης Sub Pop στην έρχεται
δύο χρόνια μετά από το ντεμπούτο του
και μετά από μια συνεχόμενη ροή δυσάρεστων
γεγονότων (κλεμμένος εξοπλισμό από φορτηγά περιοδείας,
αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, χωρισμοί
και άλλες δοκιμασίες) λες και το Σύμπαν
να ήταν εναντίον του. Όπως αναφέρει το
δελτίο τύπου και σύμφωνα με τα λεγόμενά
του:
“No one died, I didn’t
get a severe physical injury, but emotionally it was a lot to take
on. I named the album The Diet because to go on a diet, you
cut back on certain things and regulate your intake of others. The
idea that you can do that means you must have a surplus of whatever
you’re trying to limit. I was so emotionally and spiritually
drained, and my only surplus was a bunch of negative feelings and a
lot of self-loathing. I tried to limit and confront those feelings in
ways that I felt were productive. A big part of that was suppressing
the obstructive, unnecessary minutiae that comes with being, or
rather trying to be, a ‘professional musician,’ and beginning to
write music with no pretense again.”
Τα δώδεκα
εξαιρετικά τραγούδια που συγκροτούν
το άλμπουμ ανήκουν στην κατηγορία των
τραγουδιών που γράφονται για να
εκφράζονται συναισθήματα ειδικά σε
τέτοιες ατυχείς καταστάσεις καθώς και
η προσωπική οπτική του τραγουδοποιού.
Συνήθως τέτοια τραγούδια δεν ανοίγουν
μουσικούς δρόμους, όμως, είναι καλοδουλεμένα
και απέριττα, γνωρίζουν την λειτουργία
τους και που απευθύνονται, διατηρούν
και εκφράζουν με ακεραιότητα το συναίσθημα
του καλλιτέχνη και διακρίνονται για
την επικοινωνιακή τους ευκολία.
Για τον Cullen Omori δεν ήταν άλλη μια μέρα στο
στούντιο. Ήταν άλλη μια μέρα ψυχικής
αποσυμπίεσης. Ακολούθησε μια περισσότερο
ανοικτή παραγωγική διαδικασία
συνεργαζόμενους με περισσότερους
μουσικούς. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα τα
τραγούδια του να ακούγονται περισσότερο
προσβάσιμα από ποτέ.
Δεν υπάρχει ούτε
ένα τραγούδι που να υστερεί, κάτι που
είναι σπάνιο σε alternative rock
δίσκο στις μέρες μας και οι αναμνήσεις
παίρνουν και δίνουν. Σε κάποια τραγούδια ακούει κανείς Neil Young και BAND αποτυπώματα μαζί με SUEDE ενώ δεν λείπουν οι στιγμές που
εμφανίζονται BEATLE- ικές
επιρροές καθώς και glam rock
αποχρώσεις, επαναπροσδιορίζοντας κάτω από τον Καίφορνέζικο ήλιο τις brit pop επιρροές του..
Στην πλειοψηφία
τους διαθέτουν αυτή την κοσμική άνωθεν
ματιά που βρίσκουμε σε δίσκους των BEACH
HOUSE και των MERCURY REV αλλά
και παλιότερους δίσκους της πενταετίας
1970-1975.
Η φωνή του Cullen Omori είναι ευχάριστη, μελωδική και
τραγουδά με πάθος και ειλικρίνεια και
αποτελεί μαζί με τις πανέμορφες κιθάρες
τα βασικότερα προτερήματα του δίσκου.
Οι συνθέσεις ανεβαίνουν από το επίπεδο
της απλής αναφοράς σε επίπεδο περισσότερο
προσωπικό.
Το ''The
Diet'' προσφέρει πλουσιοπάροχα υγιεινές
μουσικές συνταγές για να παίρνουν τη
θλίψη μακριά. Είναι σαν να απελευθερώθηκε
πλέον από την διετή κακοτυχία και να
ατενίζει με περισσότερη διάθεση το
μέλλον. Συνθετικά με αυτό το άλμπουμ, ο Cullen Omori μπαίνει σε
αναβαθμισμένη κατηγορία σημαντικών
Αμερικάνων τραγουδοποιών τουλάχιστο
γι' αυτή τη δεκαετία.
Σχόλια