Θα ήταν πλεονασμός
να επιμείνω με λέξεις στην αναπαράσταση
όσων άκουσα στην τρίτη και τελευταία
μέρα στο F.O.S.
Festival. Όμως
υπάρχουν σκέψεις που δεν λένε να κλειστούν
μέσα.
Η τρίτη μέρα θα
μπορούσε να έχει και δεύτερο τίτλο όπως
Fraternity
of Noise όμως αν
και ο Θόρυβος σαν πρώτη ύλη δημιουργίας
και φιλοσοφίας κυριάρχησε στο μεγαλύτερο
μέρος εντούτοις θα ήταν άδικο να μην
αναφέρουμε το πόσο μελετημένοι και εν
τέλει συνειδητοποιημένοι ήταν οι
μουσικοί ώστε να ξεπεράσουν οποιαδήποτε
ταμπέλα ήχου τους βάλει κανείς. Εκτός
των AFFORMANCE, που δεν μπόρεσα
δυστυχώς να δω, οι οποίοι κινούνται σε
σαφώς πιο οριοθετημένες φόρμες, οι
υπόλοιποι καλλιτέχνες που συμμετείχαν
είχαν σαφώς περισσότερο ανοιχτές
ηχητικές διόδους, είτε ηλεκτρικούς είτε
ηλεκτρονικούς.
Ο Drew
McDowall κατ' αρχήν. Πρώην συνεργάτης
των PSYCHIC TV και μέλος των
COIL όλη τη δεκαετία του
'90, αρχικά σαν συνεργάτης και μετά σαν
πλήρες μέλος, αλλά και με πολλές
συνεργασίες στη Νέα Υόρκη όπου ζει από
το 2000, ανέπτυξε στο μεγαλύτερο μέρος
του σετ του το σκοτεινό ρυθμικό ποτάμι
του ''Unnatural Chanell'', του πιο πρόσφατου άλμπουμ του, βυθίζοντας τους
λιγοστούς και τυχερούς θαμώνες, σε μια
βατή ηχητική περιοχή με ξεκάθαρες
ακολουθίες και στρώσεις ήχων. Το
περιβάλλον μπορεί να προσομοιωθεί
ανάλογα με τη φαντασία του καθενός αλλά
το ηχητικό soundtrack ήταν
οργανωμένο και ηχοχρώματα σε κλίμακες
του μαύρου και του γκρι.
Ήταν αρκετά
υποβλητικό και κατά τη διάρκεια του
κανείς στο χώρο δεν φάνηκε να παίρνει
τα αυτιά από πάνω του. Ζωντανά και σε
μεγάλο χώρο με καλό ήχο, τα έργα τέτοιων
καλλιτεχνών όπως του McDowall αποκτούν μεγαλύτερη αξία από ότι στις
ιδιωτικές ακροάσεις.
Οι ZONAL
θα μπορούσαν να κάνουν την μεγάλη
έκπληξη. Οι Kevin Martin a.k.a. The Bug
και Justin
Broadrick (GODFLESH κ.ά. μουσικών σχημάτων)
ήταν γνωστοί στα '90'ς σαν Techno-Animal.
Όμως φέτος ηχογραφούν παρέα και
πάλι και κάνουν μετρημένες εμφανίσεις.
Ανέβηκαν στη σκηνή ανάμεσα σε 2 θηριώδεις
ενισχυτές και μηχανήματα ξηρού πάγου
που για όλη τη διάρκεια του σετ έκανε
τη σκηνή να μοιάζει με πλανήτη αερίων
όπου οι δυο μουσικοί πάνω στα μηχανήματα
τους εκτόξευαν εκκωφαντικά συμπαγή
στρώματα λευκού θορύβου και υποχθόνιους
σεισμικούς ρυθμούς.
Αν και κούρασαν με
την διάρκεια του σετ τους, άφησαν καλές
εντυπώσεις αλλά σίγουρα πρέπει να είναι
πολύ φανατικός κανείς για να αντέξει
ένα, ουσιαστικά κάτι τυπικό πλέον για
καλλιτέχνες του είδους, σετ. Ο θόρυβος
τους φάνηκε ότι ακόμα διαμορφώνεται
χωρίς να θέλω να πιστέψω ότι απλά έκαναν
ασκήσεις ύφους. Σίγουρα ενδιαφέρον
άκουσμα αλλά οι εντάσεις και οι καπνοί
σκέπασαν την ουσία.
Για την μπάντα
του Thurston Moore τι να πρωτοπώ;
Πέρα από τον δίμετρο ροκ μύθο που για
τριάντα επτά χρόνια επιβεβαιώνει ότι
το ροκ δεν είναι το ίδιο πριν από αυτόν
και το πρώην σχήμα του τους SONIC
YOUTH, η νέα THURSTON MOORE GROUP αποτελείται από τον Steve
Shelley ( πρώην ντράμμερ των SONIC
YOUTH), Debbie Googe ( MY BLOODY VALENTINE)
και το παιδί θαύμα James
Sedwards στην κιθάρα.
Μία μπάντα λοιπόν
που κατά τα 3/4 της έχει αλλάξει το ροκ όπως το
ξέραμε και 1/4 είναι ένας υπερηχητικός κιθαρίστας που
απέδειξε και τη δεύτερη φορά, ότι το
ταλέντο του στην κιθάρα δεν είναι μόνο
τα ανεβοκατεβάσματα στην ταστιέρα αλλά
και πως να κάνει το όργανο να φτάνει
στα επιθυμητά όρια του αλλά και να
παρασέρνει τον ακροατή με τα ριφ του
τις κατάλληλες στιγμές, ακόμα και σε
εντάσεις που έφτασαν στα όρια τα αυτιά
μου.
Ο πρόσφατος
δίσκος των THURSTON MOORE GROUP, ''Rock'n'Roll
Conciousness'', είναι κοντά στο
ύφος της παλιάς του μπάντας με πολλά
'70'ς ροκ και ψυχεδελικά στοιχεία και
στο σετ τους μας τον παρουσίασαν με
εξαιρετική απόδοση. Παρακολουθούσαμε
την ακλόνητη ρυθμική βάση των Shelley/
Googe, να στηρίζει τις
δημιουργικές περιπτύξεις με τις
σαπισμένες, πολυκαιρισμένες αλλά πιστές
και λειτουργικές στα χέρια των υπόλοιπων
δύο που καλλιγραφούσαν ηλεκτρισμό.
Ήταν κάτι βατό για μένα, τα ψυχεδελικά
ριφ και οι '70'ς αλλαγές στη διάρκεια αρκετών συνθέσεων με ξεσήκωσαν αλλά δεν παύει η μουσική
αυτών των 4 να αποτελεί μια εξαιρετική
αποτύπωση της ροκ'ν'ρολ συνείδησης. Όχι
της εκδοχής της ως μουσική για καυλωμένους
εφήβους αλλά της εκδοχής της ως βασικό
όχημα ηλεκτρικής έκφρασης όλου του ανθρώπινου ψυχισμού.
Η
μπάντα του Thurston Moore χαίρεται να προσεγγίζει
το ροκ από τη σκοπιά του οπαδού αλλά
και του περίεργου ερευνητή. Παρακολούθησα
γοητευμένος και σε καθαρή ατμόσφαιρα
μια ροκ πανδαισία που σπάνια μου δίνεται
η ευκαιρία να παρακολουθώ και μου άφησε
όμορφες αναμνήσεις και μελλοντική
προσμονή για επανάληψη.
Ο Ben
Frost, ήταν το αποκορύφωμα
όσων είδα στις δύο από τις τρεις μέρες
του φεστιβάλ. Δεν είχα παρευρεθεί πριν
από δύο χρόνια και αυτό ήταν ένα απωθημένο
που μέχρι χθες το κουβαλούσα βαρέως.
Το μόνο αρνητικό
σε αυτή την εντυπωσιακή εμφάνιση ήταν
τα προβλήματα ήχου που ξεπεράστηκαν
από τις δυνατές στρώσεις και ρυθμούς.
Το ότι έπαιξε πολύ αργά δεν είναι
αρνητικό από τη στιγμή που η μουσική
του ακούγεται καλύτερα μετά τα μεσάνυχτα.
Μόνος,
μπροστά από μια παράξενη γυαλιστερή
οθόνη, μας πήρε μαζί του σε ένα σκοτεινό,
αβυσσαλέο ταξίδι μέσα από τους αργούς,
επιβλητικούς και υποβλητικούς ρυθμικούς
θορύβους του πρόσφατου ''The
Centre Cannot Hold''. Οι χαμηλόσυχνοι
ρυθμοί σε σημεία προκαλούσαν δύσπνοια
από την ένταση ή αυτή την περίεργη
φαγούρα στη μύτη όταν η μουσική είναι
εκκωφαντική. Οι πνευστοί ήχοι,
χαρακτηριστικοί του νέου του άλμπουμ,
ανακαλούσαν τους COIL αλλά
με αρκετά πιο νοσταλγικό τόνο.
Αυτό που
καταφέρνει ο Ben Frost είναι
να συνδυάζει ηχοχρώματα και διαθέσεις
σε ένα τελείως διαφορετικό και αχανές
πλαίσιο που έχει πολλές εναλλαγές,
απότομες εκτροπές και συνεχείς μάχες
μεταξύ των ήπιων και των πιο έντονων
στοιχείων.
Δεν μπορώ
εύκολα να το περιγράψω αλλά ζωντανά οι
συνθέσεις του ακούγονται πιστότερα και
με την απαιτούμενη ένταση, όπου
αποκαλύπτεται όλο το συναισθηματικό
εύρος. Οι συνθέσεις του Ben Frost δεν είναι απλά πειράματα
με τον ήχο και τις κυματομορφές. Είναι
κάτι πέρα και πιο ολοκληρωμένο, από αυτό
που λέμε «πειραματική ηλεκτρονική
μουσική», κάτι πιο σύνθετο, φιλοσοφημένο
που ενσωματώνει το αρχέγονο, τα στοιχεία
της Φύσης και το δέος του ανθρώπου, με
εξαιρετικά αποτελέσματα.
Ο Ben Frost παίζει μουσική που
δεν ανακαλεί και δεν χωρά σε καμμία
δεκαετία. Μετά από είκοσι χρόνια θα
ακούγεται το ίδιο σημαντική και το ίδιο
προχωρημένη.
Ήταν μια εμπειρία
που δεν βιώνουμε εύκολα.
Μπορεί
το κοινό να ήταν περιορισμένο και ακόμα
λιγότεροι υποψιασμένοι αλλά σπάνια
έχουμε την ευκαιρία να δούμε σε τέτοια
ποσότητα και με εξαιρετικό ήχο ( πέρα
από τις αναποδιές) αληθινά δοσμένους
καλλιτέχνες...
Σχόλια