Η δεύτερη μέρα στην Τεχνόπολη στα πλαίσια του Plisskën festival 2019, τελείωσε για μένα μετά από αυτό που είπε ο Giorgio Moroder φεύγοντας από τη σκηνή:
« Θα τα ξαναπούμε
πάλι του χρόνου, την ίδια μέρα, την ίδια
ώρα και ακριβώς σε αυτό το μέρος!.»
Εκείνη τη
στιγμή μια κοσμική ακτίνα γεμάτη γκλίτερ
με άρπαξε από το χώρο και με τηλεμετέφερε
σπίτι μου. Ίσως να ήταν και ταξί και
μάλιστα με οδηγό κάποιον που ήξερε τι
εστί Giorgio Moroder. Σαν
να άκουσα μέσα στην παραζάλη μου κάτι
τέτοιο:
« Ο γιος μου
ήρθε τις προάλλες και μου είπε ότι
ανακάλυψε ένα καινούριο τραγούδι που
το λένε ''The Chase'' από
κάποιον Giorgio».
Αφού γελάσαμε
και οι δύο, σκέφτηκα αργότερα ότι η
συγκεκριμένη σύνθεση ίσως ήταν το 1978
αλλά τελικά μήπως κάνει ανάστροφη πορεία
από το μέλλον στο παρελθόν και συναντά
κάθε φορά μουσικούς ακροατές που ψάχνουν
για έμπνευση ή απλά ακούν τη «μαγεία»;
Ίσως να φταίει
ότι παρακολουθώ και το ''Dark''
πράγμα που σημαίνει ότι
είμαι υπό την επήρεια της αμφισβήτησης
του χωροχρόνου..
Όλα ξεκίνησαν
όταν στις 17.50 έφτασα στον χώρο της
Τεχνόπολης και άκουγα τα ισχυρά μελωδικά
ψυχεδελικά κύματα των TRIPTIDES
να με κράζουν που άργησα
έστω και λίγο.
Εκείνη τη στιγμή
στο χώρο ο ήλιος και η ζέστη έπαιζαν
σκληρό ματς πάνω από τα 20 άτομα που είχαν
εισβάλει στην πλατεία για να ακούσουν
ένα από τα συνεπέστερα, πολυγραφότερα
και με αποθέματα μελωδιών και ηλιοκινούμενων
ριφ από το 2011 μέχρι και σήμερα.
Το σχήμα
σχηματίστηκε το 2010 στο Bloomington
,Indiana αλλά πλέον δημιουργεί
στην πηγή της Ψυχεδελικής μουσικής, το
Los Angeles της
Καλιφόρνια και γνωρίζει πολύ καλά πως
να αξιοποιεί το Φως του Ήλιου στην
μουσική του που σημαίνει ότι το σετ τους
μας έκανε να νιώσουμε ότι είναι φυσικό
να καιγόμαστε από το φωτοδότη αστέρα
και επίσης ότι είναι απόλυτα φυσικό να
μπερδεύουμε το χρόνο.
Το 2019 δεν είναι
βέβαια το νέο 1967. Αυτό παραλίγο να γίνει
κάποια χρονιά μέσα στις 4 πρώτες της
δεκαετίας μας όταν ορδές σχημάτων
βάλθηκαν να αναβιώσουν τη μουσική
εκείνων των ημερών.
Οι TRIPTIDES
λόγω χαμηλού προφίλ και
προσκόλλησης στη συνταγή, παραμένουν
ζωντανοί μέχρι και σήμερα. Φυσικά όταν
τα τραγούδια τους σε μεθάνε από όμορφα
συναισθήματα με τις πάντα ισχυρές
μελωδίες και ενορχηστρώσεις δεν χρειάζεται κάτι άλλο.
Κόλλησα στην έρημο της
Τεχνόπολης αναπνέοντας την ψυχεδελική
τους μαγεία και την εξαιρετική τους
λειτουργική απλότητα προερχόμενη από
τα καλύτερα τραγούδια του παρελθόντος,
του πρόσφατου παρόντος και τρία του
άμεσου μέλλοντός τους.
Ήταν ένα από τα
καλύτερα κονσέρτα για γλυκό ηλεκτρισμό
και αεράτες μελωδίες που παραβρέθηκα
τελευταία και θα ήταν ακόμα καλύτερα
αν το σχήμα ήταν περισσότερο γνωστό εδώ
και αν η φαρφίσα «ζούσε» μέχρι το τέλος.
«Τι να σου κάνει
πενήντα χρονών όργανο με αυτή τη ζέστη!»,
φάνηκε να αναφωνεί ο Glenn Brigman μετά την
τελευταία προσπάθεια «διάσωσης».
Το να ευχηθώ να
μας ξανάρθουν μάλλον ακούγεται δυστοπικό
αλλά θα πρέπει το ροκ κοινό της χώρας
να ξεκουνηθεί να τους δει κάποια στιγμή.
"
Ένα σημαντικό πράγμα που πρέπει να
γνωρίζουμε είναι ότι η έρημος είναι
ένας πολύ απέραντος ανοιχτός χώρος. Ο
ήχος και η μουσική εκεί κουβαλούν τη
δύναμη της μαζί τους και όταν κρατάτε
ένα όργανο στο χέρι σας νοιώθετε την
αίσθηση αυτή. Παίζοντας το συμπληρώνεται
μια εικόνα που διαφορετικά δεν θα ήταν
πλήρης". ( BOMBINO,
17/5/2018, New York times)
Η Τεχνόπολη
έπαιρνε τη φυσιολογική της μορφή γύρω στις 18.30 με τον ήλιο να απομακρύνεται
και το αεράκι να φέρνει μικρές δόσεις
δροσιάς όταν στην κεντρική σκηνή
εμφανίστηκε ο BOMBINO, ένας
από τους πιο προωθημένους καλλιτέχνες του
Ροκ της Ερήμου, από τα
Αμερικάνικα περιοδικά
Την προηγούμενη
μέρα η Αθήνα δονήθηκε στους ρυθμούς και
τις μαγικές συγχορδίες του ήχου αυτού
με τους TINARIWEN και
σήμερα ένας επίσης σημαντικός εκπρόσωπος
τους και ένας από τους νέους μεγαλύτερους
κιθαρίστες του είδους θα μετέτρεπε την
Τεχνόπολη και πάλι σε Όαση.
Με μόνο
αρνητικό, το σπάσιμο μιας χορδής που
δημιούργησε λίγη φασαρία αλλά επιλύθηκε,
το σετ του BOMBINO ήταν
μια ηλεκτρική γιορτή που έβαλε σε κίνηση
πόδια και ευχάριστες διαθέσεις το κοινό.
Περισσότερο ζωηρός και ρυθμικός από
τους TINARIWEN δικαίωσε
τη φήμη του σαν ένα μεγάλο αστέρι της
σκηνής. Τα τραγούδια, πάντα στην μητρική
του γλώσσα, αναφέρονται στη βαθιά σχέση
με το φυσικό σπίτι των Tuareg
την Έρημο αλλά και στη ζωή του γενικότερα.
Θα ήταν ακόμα
καλύτερα αν μπορούσαμε να τα τραγουδήσουμε
παρέα μαζί του αλλά τελικά δεν είχε
ιδιαίτερη σημασία από τη στιγμή που η
μουσική μετέδιδε αυτό το ισχυρό συναίσθημα
αγάπης αλλά και αυθεντικότητας.
Επίσης η
ταραγμένη ιστορία της Νιγηρίας από
πολέμους, δικτατορίες και ισχνή οικονομία
επηρεάζει τη ζωή αλλά και τη δημιουργική
πορεία του καλλιτέχνη
που με την κιθάρα του σαν
όπλο κάνει τη δικιά του αντίσταση. Είναι
χαρακτηριστικό ότι δύο μέλη της παλιάς
του μπάντας εκτελέστηκαν σαν επαναστάτες
επειδή χρησιμοποιούσαν ηλεκτρική κιθάρα
ένα όργανο απαγορευμένο στα μέσα της
προηγούμενης δεκαετίας από το καθεστώς
στην περιοχή.
Να αναφέρουμε
ότι ο καλλιτέχνης ανέπτυξε τις κιθαριστικές
του επιδεξιότητες όταν δούλευε σαν
βοσκός στη Λιβύη και ακούγοντας DIRE
STRAITS και Jimi
Hendrix.
Η μουσική του,
όπως την ακούσαμε παιγμένη ζωντανά από
το δυναμικό και δεμένο σχήμα του, τονώνει
πολύ τις διαθέσεις και γεμίζει με θετικά
συναισθήματα ακόμα και τον πιο άσχετο
ακροατή.
Είτε σαν απλή
μουσική για διασκέδαση γι' αυτούς που
δεν έχουν επαφή με το είδος, είτε σαν
μουσική αντίστασης, είτε σαν όλα αυτά
και παραπάνω, η μουσική του BOMBINO
είναι από τα πιο ζωντανά
κομμάτια της μουσικής ιστορίας της
δεκαετίας μας και χρειάστηκε μόνο αυτή
η εμφάνιση για να το καταλάβω και να
πάθω ένα ευχάριστο πολιτισμικό σοκ.
Το επόμενο-αλλά αναμενόμενο-
σοκ θα το πάθαινα από το ντουέτο της
πλατινεμαλλούσας Caroline Martial (φωνή,
χοροπηδητά) και του μακρυμάλλη Orion
Bouvier ( synth, image
συνοφρυωμένου και ολίγο
τσαντισμένου για κανένα λόγο). Αυτοί
είναι οι εκ του Bordeaux
προερχόμενοι KAP
BAMBINO.
Δημιουργούν από
το 2002 και όποτε θεωρούν ότι έχουν τόσο καλό υλικό το κυκλοφορούν σε δίσκο, χωρίς να βιάζονται. Μέχρι να έρθουν για πρώτη φορά
στην Ελλάδα (11.11.08) στο παλιό καλό bIOS
είχαν κυκλοφορήσει ήδη δύο άλμπουμ
και φήμη για εκρηκτικές συναυλίες.
Χωρίς να έχω
πάρει χαμπάρι τίποτα, πέρασαν δέκα
χρόνια και το βίντεο του ''Fierce''
έσκασε σαν βόμβα στην οθόνη μου. Το
ντουέτο επέστρεφε, μετά από οκτώ ολόκληρα
χρόνια με ένα καινούριο άλμπουμ που
περιλαμβάνει δεκατρείς ηλέκτροπανκ
δυναμίτες Ευρωπαϊκού τύπου ( με
trance/minimal synth/witchhaus/punk στοιχεία
και υστερία) που αναζωογονούν έναν ήχο
που έχει πεθάνει από το προηγούμενο
άλμπουμ των CRYSTAL CASTLES τους οποίους σαν ένα από τα καλύτερα
σχήματα της δεκαετίας ακριβώς για αυτόν
τον ήχο που οι KAP BAMBINO παίζουν
πριν δημιουργήσουν αυτοί.
Το ''Dust, Fierce, Forever'' είναι
ένα ηχητικό παραλήρημα υψηλής έντασης και ένα ισχυρό
μέσο εκτόνωσης όλων των καταθλιπτικών
συναισθημάτων μας για φέτος.
Η εμφάνιση τους
λοιπόν ήταν αναμενόμενα εκρηκτική με
την C.M. να τρέχει σε όλο
το μήκος της σκηνής, να χορεύει μανιασμένα,
να ανεβοκατεβαίνει από τα ηχεία, να
παίρνει πόζες, να αντιμετωπίζει χαλαρά
τα μικροπροβλήματα του μικροφώνου της και να δίνει μαζί με τον O.B.
το 100% στην ζωντανή απόδοση του συγκεκριμένου
άλμπουμ κυρίως.
Ένα σώου υψηλής
ενέργειας, το οποίο προκάλεσε ενθουσιασμό
στις πρώτες σειρές αλλά δε φάνηκε να
εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από ότι κατάλαβα.
Δεν θα κάτσω να
ψάξω το γιατί. Τέτοιου τύπου εμφανίσεις
δε βλέπουμε συχνά και μπορεί ζωντανά
να κάνουν χαλκομανία τις μελωδίες και τα πιο
λεπτά στοιχεία των τραγουδιών τους, με
την ξέφρενη ταχύτητα, την εκτονωτική
μανία και τη σαρωτική κυριαρχία του
ρυθμικού οδοστρωτήρα τους, στο τέλος
όμως με άφησαν πλήρως ικανοποιημένο
και σε πολύ θετική κατάσταση.
Πότε είδατε
τελευταία συναυλία που να εξορκίζει τα
άγχη, τη σαπίλα και την αβεβαιότητα του
20-21ου αιώνα μέσω συνθέσεων «στο κόκκινο»
και δυναμικής παρουσίασης τους;
Η σαρωτική
εμφάνιση των KAP BAMBINO ήταν
η σωστή εισαγωγή επίσης για αυτό που θα
ακολουθούσε στο tunnel, όπου
οι BOY HARSHER θα ανατίναζαν
το χώρο με τα σκοτεινά τους beat.
Το δίδυμο από
το Northampton της Μασαχουσέτης
είχε εμφανιστεί στις 7.12.2017 για πρώτη
φορά στην Ελλάδα και μου είχε αφήσει
ανάμικτες εντυπώσεις. Μου είχαν δείξει
ότι ίσως να μην μπορούσαν ποτέ να ξεφύγουν
από τα κλειστά όρια του dark
electro/minimal synth και να έχουν σποραδικά
μερικές καλές συνθέσεις.
Όμως ένα χρόνο
μετά, η κυκλοφορία του πρώτου
σινγκλ ''Face The Fire'' από το
επερχόμενο άλμπουμ τους ''Careful''
έδειξαν όχι μόνο σημάδια βελτίωσης
και καλύτερης αξιοποίησης του ήχου τους
αλλά όδευαν και σε προσωπική υπογραφή
ήχου.
Η κυκλοφορία
του άλμπουμ αρχές του 2019 γύρισε τελείως
την άποψη που είχα γι΄ αυτούς. Το άλμπουμ
είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα
σκοτεινού ηλεκτρονικού ήχου της χρονιάς και φαίνεται ότι το δίδυμο καταφέρνει να κατακτά
και να αξιοποιεί τον σκοτεινό ήχο και
να γράφει τραγούδια με υποβλητικούς
χορευτικούς ρυθμούς καλά ελεγχόμενους
και με μικρές δόσεις υπέρβασης. Παράλληλα
απόκτησε μεγαλύτερη δημοτικότητα στην
Ελλάδα και με τη φήμη του να μεγαλώνει
περισσότερο ύστερα από αυτή τη σεισμική
του εμφάνιση στο Plisskën.
Ακόμα και με τα
ηχητικά θέματα του tunnel κατάφεραν να
μας κάνουν να ιδρώσουμε όσο κανένα άλλο
σχήμα του διημέρου και αυτό όχι μόνο
λόγω αποπνικτικής ατμόσφαιρας. Το κοινό
φάνηκε ιδιαίτερα ενθουσιασμένο και
χωρίς να προέρχεται από τη σκοτεινή
φυλή της Αθήνας στην πλειοψηφία του
χόρεψε μέχρι τελικής πτώσεως.
Οι συνθέσεις
των BOY HARSHER είναι διαμορφωμένες
για πολύ χορό αλλά και συναισθηματική
φόρτιση. Σημαίνουν πολλά για τον Αστικό
ήχο στο τέλος της δεκαετίας καθώς
διατηρεί τις απαραίτητες ρίζες με αυτά
που χορεύαμε μέχρι και είκοσι χρόνια
πριν αλλά ταυτόχρονα οδηγούν τις
συνθέσεις τους από το επίπεδο της
εμμονοληπτικής βαρεμάρας πολλών
παλαιότερων συνθέσεων τους στο επίπεδο
της απελευθέρωσης έντονων συναισθημάτων.
Το τι κάνουν σωστά πλέον δεν μπορώ να
το εντοπίσω αλλά θα το αποδώσω στην
πείρα πλέον που έχουν και στην σωστή
διαχείριση των ρυθμών τους αλλά και της
μελαγχολίας που εκπέμπουν οι συνθέσεις
τους.
Σκεπτόμενος
αυτά άφηνα και τον εαυτό μου να παρασυρθεί,
εμπιστευόμενος την ρυθμική αγωγή των
τραγουδιών. Ήταν μια ξεχωριστή ζωντανή
εμπειρία και χάρηκα πάρα πολύ που είχε αντίκτυπο.
Με το τέλος του
σετ, χρειάστηκε μια πολύ γρήγορη
ανασύνταξη δυνάμεων γιατί οι BOY
HARSER φάνηκαν να μου δίνουν το τελικό
χτύπημα.
Όμως για τον Giovanni
Giorgio Moroder ή όπως όλοι τον αποκαλούν Giorgio έπρεπε να ήμουν σε φόρμα.
Και ήμουν.
Μεγάλη παρένθεση
εδώ. Γνωρίζουμε ότι στα πλαίσια της πρώτης του μεγάλης περιοδείας υπό τον τίτλο ''Celebration of the '80's'' βγαίνει με
ζωντανή μπάντα, αλλά εμφανίζεται και σαν dj μόνο. Συγκρίνοντας από βίντεο, τελικά διαπιστώνω αυτό που γίνεται και στους γάμους. Δεν μπορεί μια μπάντα από session μουσικούς όσο και άψογη να είναι, να αντικαταστήσει τα πρωτότυπα. Γι' αυτό προτιμώνται οι dj. Η ιδανική μπάντα για τον Giorgio θα ήταν με μέλη των CHIC και των DAFT PUNK και με φωνητικά από όλες και όλους όσους έχει συνεργαστεί. Αυτό θα ήταν το ιδανικό και αυτό που όπως καταλαβαίνετε δεν μπορεί να γίνει προς το παρόν. Το λιγότερο ιδανικό θα ήταν αυτό που ακούσαμε. Ένα dj set στο οποίο όλες του οι επιτυχίες επεξεργασμένες για πάρτι ατμόσφαιρα θα έδιναν ισχυρά κύματα ευφορίας και νοσταλγίας. Συν μερικές ακόμα επιτυχίεςαπό CHIC μέχρι David Guetta ειδικά επιλεγμένες για να ολοκληρώσουν την πρόθεση του καλλιτέχνη να παρουσιάσει και να προκαλέσει αυτό που βιώσαμε.
Αυτό λοιπόν το σετ το παρουσιάζει από πέρυσι και γνωρίζει αρκετή επιτυχία. Κλείνει η παρένθεση...
Τα βογγητά της
Donna Summer από το υπερπέραν στο ''Love
To Love You'' με έβγαλαν με τις κλωτσιές
από το tunnel και με υπνώτισαν
προς την κεντρική σκηνή. Κατευθύνθηκα
στις πρώτες σειρές με ευκολία. Σαν να
άνοιγε ο δρόμος μόνο για μένα ένα πράμα.
Πρώτη φορά τόσο
εύκολα. Στο ''Tom΄s Dinner'' έμεινα
να χαζεύω τη λιτή σκηνή και τον ''παππού''
να παίζει με τη σιγουριά του κυρίαρχου, τη μία επιτυχία μετά την άλλη
οδηγώντας μας σε έντονη χορευτική
διάθεση, χαμόγελα και ίσως λίγα
δάκρυα νοσταλγίας και ζήλιας.
Τα τραγούδια ήταν
πολύ σοφά τοποθετημένα ώστε με κάθε αλλαγή έμπαινε στο σωστό χρόνο και
ένα καινούριο κύμα ευφορίας και ενθουσιασμού έσκαγε την
ίδια στιγμή μέσα μας. Όλη η Τεχνόπολη
είχε μετατραπεί σε μια ντίσκο όπου 1500
και παραπάνω ίσως χόρευαν σαν το φινάλε
μιας ταινίας της δεκαετίας του '80 όπου
όλοι ήταν ευτυχισμένοι χωρίς να
τρέχει μία για την επόμενη μέρα.
Άρχισα να κάνω
υπερβολικές σκέψεις, όπως ότι κάθε dj
που σέβεται τον εαυτό του θα έπρεπε
να αποσυρθεί τώρα, ότι ήταν το κατάλληλο
σκηνικό για να γίνουν προτάσεις γάμου
ή όρκοι αιώνιας αγάπης έστω.
Όμως το γεγονός
είναι ένα. Είδαμε τον dj Giorgio
Moroder να παρουσιάζει τα τραγούδια
του όπως κανείς μας δεν θα τολμούσε με
τρόπο που παραμένει ανεξήγητος για τις
φτωχές μου γνώσεις.
Σαν αισθητική, λίγο εικονική, λίγο
club, λίγο ε.φ. αν
συνειδητοποιήσατε ότι μάλλον παίζατε
σε επεισόδιο του Black Mirror πολύ
κοντά στο San Junipero χωρίς
το μελόδραμα.
Είδαμε έναν μουσικό
οραματιστή που έδωσε στη μαζική μουσική
διασκέδαση τον ιδανικό ορισμό της, να περνάει τα τελευταία (το απεύχομαι)
χρόνια της ζωής του διασκεδάζοντας μαζί
με το κοινό που τον έκανε πλούσιο και
διάσημο και τα παιδιά τους μαζί.
Άκουσα και άλλα πολλά, τον είδα να κλωτσά τα μπαλόνια, παίζοντας μαζί μας, να μας δίνει μικρόφωνο, να μας γνωρίζει τη σύζυγό του και να απομακρύνονται μαζί στο οριστικό τέλος του σετ έτσι απλά.
Αυτός λοιπόν ήταν ο Giorgio για πρώτη φορά στην Ελλάδα...
Χρειαζόμουν να
τηλεματαφερθώ στο σπίτι και να βάλω σε
τάξεις τις σκέψεις μου μετά από αυτή
την υπερφυσική συναυλιακή εμπειρία.
Και κάπως έτσι
έληξε το φετινό Plisskën για
μένα.
Με μπάλες να
πετούν και κομφετί να καλύπτουν την
πλατεία.
Σχόλια