Ήθελα να δω τους FRONT 242 από τότε σχεδόν που τους πρωτοάκουσα. Ακόμα και αν δεν μπορούσα να καταλάβω την όλη φιλοσοφία τους στην αρχή, μπορούσα να κατανοήσω το πνεύμα τους. Αργότερα, όσο η τεχνολογική επιδημία και οι συνέπειες της, αρνητικές και θετικές, επεκτείνονταν στην καθημερινή μας ζωή, όσο περισσότερο βλέπαμε κάθε γωνιά του πλανήτη από οθόνες, τόσο περισσότερο οι ηχογραφήσεις των Βέλγων μουσικών και των υπόλοιπων ηχητικών συγγενών τους αποκτούσαν νόημα. Πλέον τα software μουσικής είναι πιο ευέλικτα και πιο μαλακά, πιο προσβάσιμα ηχητικά και πιο παραμετροποιήσιμα από την εποχή που τα αναλογικά συνθ, τα ηλεκτρονικά κρουστά και τα midi έφερναν στο προσκήνιο ένα νέο μουσικό στίγμα.
Οι FRONT
242 μπορεί να ακούγονται πλέον κατανοητοί, ηχητικά όμως παραμένουν σε αυτή την
πρωτόλεια εποχή και αποπνέουν την ίδια αίσθηση ακόμα και στο Arch,
ζωντανά. Και αυτή η αίσθηση είναι αίσθηση μνήμης. Είναι η ρεαλιστική γείωση
ενός ηχητικού παράδεισου που δημιουργείται για σένα, ύστερα από μελέτη της ζωής
σου. Για κάποιο λόγο μετά το τέλος της συναυλίας τους η ματιά μου στην έξοδο
ήταν διαφορετική από αυτή που είχα εισερχόμενος. Για κάποιο λόγο μετά από αυτή
τη συναυλία οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, ο μιντιακός βαρβαρισμός, η
διαστρέβλωση της Ιστορίας, των ιδεών και των θεσμών, οι πόλεμοι που ξεσκίζουν
καθημερινά κάθε έννοια προόδου και ξεβρακώνουν ηθικά κάθε ιδεολογία και
ωραιοποίηση επανήλθαν στις δικές τους πραγματικές και εφιαλτικές διαστάσεις, αφιλτράριστες
από ιδεολογίες που δικαιολογούν τις βαρβαρότητες αλλά και τις τοξικές
συμπεριφορές. Δεν είναι η πρώτη φορά που το παθαίνω αυτό από συγκεκριμένους
μουσικούς και μουσικές. Σπανίζει όμως τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο την εβδομάδα που μας πέρασε, ένα ντοκιμαντέρ (Mutiny In Heaven: The Birthday Party) και η συγκεκριμένη εμφάνιση,
με γύρισαν στην ψυχολογία των μετεφηβικών μου χρόνων και στην θέα ενός κόσμου
που δεν αντιστέκεται στη φθορά του πλέον αλλά την αγαπάει και την διατηρεί
ακόμα και όταν η αντίσταση επιφέρει αποτελέσματα υπέρ της. Άρα λοιπόν ο κόσμος
δεν άλλαξε από τότε. Το περιτύλιγμα όμως έγινε πιο δελεαστικό, πιο smart,
πιο ευέλικτο από ότι ήταν.
Εν κατακλείδι, το όνειρο μου πραγματοποιήθηκε. Τους είχα δει στις 23.7. 2007 για πρώτη φορά σαν headliners στο αείμνηστο Synch Festival, σε ένα εκρηκτικό σετ ωστόσο η εποχή εκείνη ήταν αφιλόξενη για τον ήχο τους. Ό,τι ήθελαν να πουν ή να αποδείξουν δεν μπορούσε να φτάσει παρά μόνο σε μας που είμασταν παρόντες εκεί αλλά και ταυτόχρονα δεν είμασταν. Η ένταση μας είχε συνεπάρει, ήταν όλα τόσο ‘’fucking alive!’’ αλλά στο τέλος η μουσική και η αίσθηση γλίστρησε ώρες αργότερα. Και να σκεφτεί κανείς ότι η μισή playlist παίχτηκε στο Arch το περασμένο Σάββατο. Όμως η δεύτερη φορά ήταν διαφορετική. Γιατί τώρα τους χρειαζόμαστε. Γιατί τα VHS σε αυτούς δεν έχουν το ίδιο νόημα με τα νοσταλγικά vhs των νεότερων ρετροφουτουριστικών σχημάτων (chillwave κλπ). Είναι σκληρά, ακατέργαστα και επίτηδες άσχημα. Οι συνθέσεις τους ήταν μεν οι γνωστές αλλά ταυτόχρονα έβγαζαν όλη την ένταση που ασφυκτιά στα βινύλια, «έλεγαν» face to face αυτό που ήθελαν να πουν χωρίς να μεσολαβήσει το στούντιο , η επεξεργασία, ο τυχόν εξευγενισμός τους. Έβγαιναν για να διασκεδάσουν και οι ίδιες μαζί μας. Οι 4 FRONT 242 ζούσαν τη στιγμή όπως τη ζουν στην πρόσφατη περιοδεία τους. Με ένταση, έξαψη και απόλυτη αυτοπεποίθηση. Γνωρίζουν ότι δεν είναι από αυτή την εποχή αλλά την εποχή αυτή την οραματίστηκαν σαράντα χρόνια πριν. Και ναι, μπορεί η πρόσφατη ηλεκτρονική μουσική να μας προσφέρει δεκαπλάσιες συγκινήσεις από την αρχαϊκή σχεδόν EBM των Βέλγων, ωστόσο η ουσία, το πνεύμα και το μήνυμα είναι ισχυρό, επίμονο, ξεκάθαρο και εστιασμένο.
Η εμφάνιση τους στο Arch ήταν ένα back to the basics show με δυνατές εκτελέσεις τραγουδιών που για χρόνια, φυλακισμένα στα αυλάκια του βινυλίου, τίναζα τα ηχεία μου από την ένταση (λέμε τώρα). Η ικανοποίηση και η έξαψη ξεκίνησαν από την εκρηκτική εισαγωγή του σαρκαστικού house-οειδούς ‘’First In/ First Out’’ και του ύμνου ‘’Take One’’ ανακατεύτηκαν με μια μικρή αμηχανία κάπου στο μέσο γιατί ακόμα δεν πίστευα στα αυτιά μου ότι το ζούσα αυτό όπως έπρεπε (στη ‘’σωστή’’ εποχή, στο ‘’σωστό’’ χώρο, και τη σωστή διάθεση), εκτινάχτηκε με το θρίαμβο των ‘’Generator’’, ‘’Headhunter’’ και ‘’Moldavia’’ και ολοκληρώθηκε με τo ‘’Welcome To Paradise’’. Αυτό ήταν. Χωρίς να υπάρχει συναισθηματική εμπλοκή, ήταν μια σωματικοεγκεφαλική εμπειρία που είχε και τις ‘’υπαρξιακές παρενέργειες’’ της πρώτης παραγράφου.
Θα πρέπει όμως να τονίσουμε
ότι η ατμόσφαιρα είχε ήδη δημιουργηθεί από τα δύο Αθηναϊκά σχήματα που άνοιξαν
τη βραδιά. Οι INCIRRINA έχουν
τον original minimal dark synth ήχο που για μένα τουλάχιστον είναι ο ήχος της Αθήνας των ‘20’ς
και έκαναν μια ολιγόλεπτη εμφάνιση-βάλσαμο. Η ομορφιά του ακατέργαστου,
αναλογικού ηλεκτρονικού ήχου τους με κατέκτησε από τα πρώτα λεπτά και μέχρι το
τέλος τα τραγούδια τους θα έμπαιναν στις προσωπικές μου λίστες για ακρόαση
περιδιαβαίνοντας την πόλη.. Τους THE MAN & HIS FAILURES τους έχω δει κάποιες φορές και πάντα
αφήνουν θετικές εντυπώσεις με τις εμφανίσεις τους. Έκαναν μια αναμενόμενα καλή
εμφάνιση και μοιράστηκαν και ένα καινούριο, εξαιρετικό τραγούδι που περιμένουμε
να κυκλοφορήσει και επίσημα.
Σχόλια