Ο Bob Mould δεν χρειάζεται συστάσεις. Παραμένει ένας μουσικός ήρωας του Gen-X punk και rock’n’roll και είναι δημιουργικός και ακμαίος μέχρι σήμερα με αρκετά καλά προσωπικά άλμπουμ που γράφουν τη δική τους μοναχική ιστορία, μετά από την εποποιία των HÜSKER DÜ στη δεκαετία του ’80 και παράλληλα με την σύντομη αλλά απαστράπτουσα πορεία των SUGAR στη δεκαετία του ’90. Φέτος τον Μάρτιο, κυκλοφόρησε το δέκατο πέμπτο προσωπικό του άλμπουμ ‘’Here We Go Crazy’’ που περιλαμβάνει εξαιρετικά και αξιομνημόνευτα τραγούδια και, τουλάχιστον για το ιστολόγιο, τον επαναφέρει στη λίστα με τα άλμπουμ που θα θυμάμαι από αυτή τη χρονιά.
Η φετινή εμφάνιση του ήταν η δεύτερη στη χώρα μας. Η πρώτη ήταν στις 22/1/2006 όταν άνοιγε για τον John Cale στο Gagarin και εκείνη η εμφάνιση ήταν διαφωτιστική για την αξία του καλλιτέχνη που με μία ακουστική και μετά ηλεκτρική κιθάρα έπαιξε για λίγο, αλλά κράτησε το ενδιαφέρον, όσων ενδιαφερόντουσαν, σε όλη τη διάρκεια του σετ. Τα τραγούδια ακουγόντουσαν απολαυστικά, και ναι μεν θα ακούγονταν πιο ολοκληρωμένα με περισσότερα όργανα αλλά όπως ισχύει, τα καλά τραγούδια διατηρούν την ποιότητα τους όταν έχουν δομή και μελωδίες αναγνωρίσιμες με οποιαδήποτε ενορχήστρωση οπότε θεωρήστε την εμφάνιση άξια μνήμης.
Στο Gazarte, ένα μεγάλο μέρος του σετ βασίστηκε σε τραγούδια των HÜSKER DÜ, περιλάμβανε 2 τραγούδια των SUGAR και το υπόλοιπο μεγαλύτερο φυσικά μέρος του σετ περιείχε εξαιρετικά τραγούδια από σημαντικά προσωπικά του άλμπουμ. 24 με 25 τραγούδια λοιπόν αλλά φυσικά το γεγονός ήταν η εκτέλεση τους. Παιγμένα εξολοκλήρου με ηλεκτρική κιθάρα, με ένταση και ασταμάτητο ρυθμό, δεν μα άφησαν ούτε για μια στιγμή να χάσουμε τον ενθουσιασμό μας αλλά σίγουρα ζητούσαμε και τον περισσότερο όγκο που τους αξίζει με προσθήκη περισσότερων οργάνων. Αλλά και πάλι, o Bob Mould, ένας συμπαθέστατος άνθρωπος/καλλιτέχνης/τραγουδοποιός ήταν στη σκηνή και κυριαρχούσε. Η φωνή του αναλλοίωτη, η ζωτικότητα του άκαμπτη και ενέργεια ζωηρή και απεριόριστη. Το σύμπαν των τραγουδιών του Bob Mould είναι γεμάτο από αυτή ακόμα και στις πιο ήρεμες στιγμές του. Το γερό υπόβαθρο των τραγουδιών του έχει εντυπωθεί στο μυαλό και στην ψυχή πολλών από μας που είμασταν εκεί, θυμόμασταν παραπάνω από τα μισά τραγούδια άσχετα αν έπρεπε να ανατρέξουμε την επομένη στη δισκογραφία του για να εντοπίσουμε μερικά από αυτά.
Η παλιά συγκίνηση ανανεώθηκε και όλοι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έφυγαν από το κλαμπ κάτι παραπάνω από ενθουσιασμένοι. Πάνω απ’ όλα αυτού του είδους οι εμφανίσεις αλλά και η αισθητική των τραγουδιών δύσκολα θα βρουν απήχηση σε νεαρότερες ηλικίες αν δεν διαθέτουν την ανάγκη για τραγούδια φτιαγμένα πρώτα με τα βασικά και μετά με τα όργανα και όχι για ρυθμικές ακολουθίες, ηλεκτρονικά glitch και παραμορφωμένη ποπ. Αν κέρδισε ηλικία από 30 και κάτω, αξίζει ένα επιπλέον χειροκρότημα στους νεαρούς. Αλλά για τους άνω των 45 αυτή η εμφάνισε ήταν πολύ αναζωογονητική γιατί είδαμε έναν ζωντανό ροκ ήρωα να παίζει σαν να μην υπάρχει χρόνος να βαραίνει την ύπαρξη του, το πνεύμα του ήταν φυσικά αλώβητο και επιβλητικό και το σώμα μπορεί να έχει παραπάνω λίπος αλλά ο ιδρώτας δείχνει την αφοσίωση και το πάθος ενός 20χρονου πανκ οπαδού. Ναι ήταν μια ζωντανή εμφάνιση που προκαλούσε τον χρόνο, ήταν μία θριαμβευτική νίκη της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στη φθορά και τον θάνατο και όλοι μας πήραμε μία τονωτική δόση για να συνεχίσουμε να ζούμε αφοσιωμένοι με πάθος σε αυτά που αγαπάμε, από ανθρώπους μέχρι τα απλά χόμπι μας. Είχε λοιπόν και ψυχοθεραπευτικό χαρακτήρα αυτή η εμφάνιση. Τα τραγούδια που ακούσαμε μπορεί να μην είναι τόσο γνωστά όσο της Taylor Swift, αλλά έχουν εντυπωθεί τόσο καλά σε αυτούς που παρευρέθηκαν που τα κάνει τόσο κλασσικά όσο και τα κλασσικά της ευρείας αποδοχής.
Να υπολογίζουμε ωστόσο και σε μία full ηλεκτρική εμπειρία στο άμεσο μέλλον; Είναι κάτι που θα πρέπει να γίνει. Προς το παρόν όμως κρατάμε αυτή τη ζωντανή εμπειρία σαν ενθύμιο. Ο Bob Mould είναι σπουδαίος καλλιτέχνης, όλη η εναλλακτική Αμερική και παγκόσμια ροκ σκηνή τον θεωρεί σημαντικό και είναι πάντα σε συναγερμό με κάθε μουσική δραστηριότητα του.
Θα έπρεπε το ίδιο να ισχύει σε χαμηλότερο βαθμό ωστόσο για τον καλλιτέχνη που άνοιξε τη βραδιά. Ο Che Arthur, γεννημένος στην Alabama to 1972 και τωρινή πόλη διαμονής το Chicago, ασχολείται με το ροκ από το 1997 και έχει παίξει σε ροκ σχήματα, έχει 4 σόλο άλμπουμ ενώ εκτελεί και χρέη tour manager. Η πορεία του δείχνει έναν τραγουδοποιό πάνω κάτω με τις ίδιες αισθητικές προτιμήσεις με τον Bob Mould που αποτελούν μια καλή βάση για τραγούδια που απορεί κανείς γιατί δεν έχουν γίνει περισσότερο γνωστά. Το σετ του ήταν καθαρά ακουστικό και εκεί διαπιστώσαμε ξεκάθαρα ότι τα τραγούδια του έχουν υπόβαθρο, μελωδίες που μένουν και δομή που έλκει το ενδιαφέρουν σε όποιον τον ακούει για πρώτη φορά. Οπότε επειδή τον έμαθα το ίδιο βράδυ λίγο πριν κατέβω στη συναυλία, θα χρειαστεί να ακούσω όλα του τα άλμπουμ μετά από αυτή την εμφάνιση. Ας ελπίσουμε ότι αν ποτέ ξανάρθει να είμαστε περισσότεροι προετοιμασμένοι. Θα σας πρότεινα να ξεκινήσετε την γνωριμία σας με τον καλλιτέχνη από το περσινό, τέταρτο άλμπουμ του, ‘’For That Which Now Lies Fallow’’..




Σχόλια